- κοπανιά
- η1.χτύπημα με τον κόπανο.2. μια για πάντα, μια και καλή: Του τα 'πα μια κοπανιά και ξέσπασα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοπανιά — η (Μ κοπανιά) 1. πλήγμα, χτύπημα με κόπανο 2. τραύμα από χτύπημα 3. φορά 4. (ειδ. για ποτό) γουλιά, ρουφηξιά 5. (ως επίρρ.) α) μια στιγμή, για μια στιγμή β) μια για πάντα, μια και καλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπανον + κατάλ. ιά (πρβλ. κλοτσ ιά σφυρ ιά)] … Dictionary of Greek
μελανιώ — άω [μέλας, ανος] μελανιάζω, μαυρίζω («η κοπανιά ώρες μελανιά κι ώρες βαθιά πληγώνει», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
παράρω — (ιδίως στην ξιφομαχία) αποκρούω, αμύνομαι εναντίον κάποιου («παράρω την κοπανιά» αποκρούω το χτύπημα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. parare «αποκρούω, αποφεύγω»] … Dictionary of Greek
όφκαιρος — η, ο (στον Ερωτόκρ.) 1. εύκαιρος, διαθέσιμος 2. (για χτύπημα που καταφέρεται εναντίον άλλου) αυτός που απέτυχε («όφκαιρη πήγ η κοπανιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εύκαιρος, με παραφθορά] … Dictionary of Greek